- ημεροδείκτης
- οείδος ημερολογίου που κρέμεται στον τοίχο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ημεροδείκτης — ο είδος ημερολογίου που περιέχει τόσα έντυπα φύλλα όσες και οι ημέρες τού έτους, όπου αναγράφονται με τη σειρά όλες οι ημερομηνίες τού έτους με συναφείς πληροφορίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + δείκ της (< δείκ νυμι)] … Dictionary of Greek
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek
καλαντάρι — και καλενδάρι, τὸ (Α καλενδάριον και καλανδάρι και καλενδάριον και καλανδολόγιον) νεοελλ. ημερολόγιο, ημεροδείκτης τού τοίχου ή επιτραπέζιος αρχ. (στους Ρωμαίους) πιστωτικό βιβλίο στο οποίο οι ιδιώτες έγραφαν την κίνηση τών έντοκων κεφαλαίων τους … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — το 1. σύστημα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου με το χωρισμό του σε έτη, μήνες, εβδομάδες και μέρες: Το γρηγοριανό ημερολόγιο έγινε παραδεκτό στην Ελλάδα το 1923. 2. ημεροδείκτης. 3. βιβλίο στο οποίο σημειώνει κάποιος τα πιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)